- αιθάλη
- Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με ατελή καύση αερίων υδρογονανθράκων. Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιείται το γαιαέριο, όπου υπάρχει, αλλά και το μεθάνιο και το ακετυλένιο. Η α. είναι ουσιαστικά καθαρός άνθρακας με πολύ μικρά ποσά υδρογόνου, οξυγόνου και τέφρας. Επειδή έχει βαθύ μαύρο χρώμα, λεπτούς κόκκους, μεγάλη καλυπτική ικανότητα, αντοχή στον αέρα, το φως και όλα τα συνδετικά μέσα, χρησιμοποιείται για την παρασκευή βερνικιών, λιθογραφικής, τυπογραφικής και σινικής μελάνης και ιδιαίτερα στην κατασκευή ελαστικών τροχών αυτοκινήτων.
* * *η (Α αἰθάλη)η καπνιά που αφήνει ο καπνός, ο οποίος αναδίνεται από την πυρά, φούμο(ς)αρχ.1. ό,τι εξατμίζεται ή εξατμίστηκε2. «ὁ ἀπὸ ἀσβέστου καπνὸς» (Ετυμολογικόν Μέγα).[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω.ΠΑΡ. αρχ. αἰθαλέος, αἰθαλίων, αἰθαλῶ, αἰθαλώδης.ΣΥΝΘ. μσν. αἰθαλοκομπία].
Dictionary of Greek. 2013.